- περιαυχένιος
- -α, -ο / περιαυχένιος, -ον, ΝΑαυτός που περιβάλλει τον αυχένα («κόσμος περιαυχένιος», Διον. Αλ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το περιαυχένιοα) το μέρος τής σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η λαιμαργία, αλλ. περιλαίμιοβ) πλατύς μεταλλικός δακτύλιος με σπειροειδή αυλάκωση στο εσωτερικό του ο οποίος βιδώνεται συνδέοντας δύο μεταλλικά τεμάχια, κν. κολάρο(ρχ.) το ουδ. ως ουσ. περιδέραιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + αὐχήν, -ένος (πρβλ. κατ-αυχένιος)].
Dictionary of Greek. 2013.